- δηλοποιώ
- (AM δηλοποιῶ, -έω) [δηλοποιός]1. δείχνω, φανερώνω2. αναφέρω3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδηλοποίητος — η, ο [δηλοποιώ] αυτός που δεν δηλώθηκε ή δεν ανακοινώθηκε δημόσια … Dictionary of Greek
δηλοποίηση — η η γνωστοποίηση, η κοινοποίηση, το να καθιστά κανείς κάτι φανερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δηλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Βυζάντιου] … Dictionary of Greek
δηλοποιητικός — ή, ό αυτός που κάνει κάτι γνωστό («δηλοποιητικό έγγραφο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δηλοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
προδηλοποιώ — προδηλοποιῶ, έω, ΝΑ καθιστώ κάτι φανερό εκ τών προτέρων, γνωστοποιώ, φανερώνω κάτι από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δηλοποιῶ «γνωστοποιώ»] … Dictionary of Greek